- παραληρητικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παραλήρημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παραληρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στο ημερολόγιο Πανελλήνιος Σύντροφος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραληρηματικός — ή, ό [παραλήρημα] 1. παραληρητικός 2. φρ. «παραληρηματική ιδέα» ιατρ. εσφαλμένη ιδέα σε έκδηλη αντίθεση με την πραγματικότητα η οποία, εν τούτοις, αποτελεί πεποίθηση για εκείνον που τήν εκφράζει … Dictionary of Greek